Η βίαιη ριζοσπαστικοποίηση καθώς και οι τρόποι για την αναχαίτιση και αποτροπή της από το σχολικό περιβάλλον ήταν το θέμα της διαδικτυακής εκδήλωσης που διοργάνωσε το ΚΜΟΠ – Κέντρο Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Erasmus+ έργου, PRACTICE – Preventing Radicalism through Critical Thinking Competences. Πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα, το οποίο απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς και έχει ως στόχο την περαιτέρω ενίσχυση και κατάρτιση τους για τον έγκαιρο εντοπισμό του φαινομένου. Το εν λόγω πρόγραμμα, το οποίο ξεκίνησε το 2018, σήμερα βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης του και υλοποιήθηκε από επτά οργανισμούς σε έξι χώρες (Ιταλία, Αυστρία, Δανία, Ελλάδα, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) σε σαράντα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Τη συζήτηση, την οποία συντόνισε η διαχειρίστρια του έργου από το ΚΜΟΠ, Αφροδίτη Αζάρη, παρακολούθησαν περισσότερα από 370 άτομα. Στο επίκεντρο βρέθηκαν θέματα όπως ο ρόλος της εκπαίδευσης στην πρόληψη της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης, η καλλιέργεια κριτικής σκέψης και ενσυναίσθησης στους μαθητές-ριες καθώς και η διερεύνηση αμφιλεγόμενων ζητημάτων από τους μαθητές-ριες με «ασφαλή» τρόπο. Επιπλέον, αναλύθηκαν και συζητήθηκαν όροι όπως ο ρατσισμός, η πόλωση, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η – βίαιη και μη – ριζοσπαστικοποίηση.
Η Antonella Alessi, επικεφαλής του έργου PRACTICE από το CSC, επισήμανε πως σκοπός του προγράμματος ήταν να εκπληρώσει δύο βασικές ανάγκες: Από τη μία, να δώσει τα απαραίτητα εργαλεία στους εκπαιδευτικούς προκειμένου να βοηθήσουν τους μαθητές-ριες τους να αντιληφθούν τον κόσμο με πιο κριτική σκέψη και ταυτόχρονα να εκτιμήσουν αξίες όπως η πολυποικιλότητα, η αποδοχή και η διαφορετικότητα. Από την άλλη, να ενισχύσει τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς προκειμένου, αποφεύγοντας την πόλωση, να γίνουν οι «μεσάζοντες-ουσες» στον συγκερασμό των διαφορετικών απόψεων των μαθητών-ριών. «Στόχος ήταν να καταστήσουμε τους μαθητές-ριες πολύ ανθεκτικά άτομα, υπό την έννοια της κατοχής όλων των προστατευτικών παραγόντων έναντι της ριζοσπαστικοποίησης» είπε η κ. Alessi και περιέγραψε αναλυτικά όλα τα στάδια του εγχειρήματος, τα οποία μεταξύ άλλων περιείχαν έρευνα με ομάδες εστίασης, συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές καθώς και συνέργειες με σχολεία.
Ακολούθως η κ. Αζάρη προχώρησε στην επισκόπηση των ευρημάτων της συγκριτικής έκθεσης, υπογραμμίζοντας ότι σε αυτήν καταδεικνύονται παράγοντες – κοινωνικοί, θρησκευτικοί, τραύματος, κρίσης ταυτότητας κ.ά. – που ενδέχεται να οδηγήσουν στην ριζοσπαστικοποίηση. «Είδαμε ότι η έλλειψη προοπτικών λόγω ανεργίας, η έλλειψη της αίσθησης του ανήκειν και βεβαίως η έλλειψη πολιτικών και στρατηγικών συνεισφέρουν στην περιθωριοποίηση και εν τέλει στην ριζοσπαστικοποίηση των νέων ανθρώπων» τόνισε η διαχειρίστρια του έργου από το ΚΜΟΠ. Συμπλήρωσε δε, ότι οι αυξημένες ανισότητες οδηγούν στην αυξημένη πιθανότητα βίαιης ριζοσπαστικοποίησης.
Η Margit Helle Thomsen, ιδιοκτήτρια και διευθύντρια ανάπτυξης του MHT παρέθεσε μία σειρά χρήσιμων οδηγιών για την πρόληψη της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης, μέσω της παρουσίασης του εγχειριδίου για τους εκπαιδευτικούς, το οποίο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο των εργασιών του προγράμματος. «Το εγχειρίδιο παρέχει συγκεκριμένες εκπαιδευτικές ασκήσεις και συμβουλές για το πως οι εκπαιδευτικοί μπορούν να διαχειριστούν τέτοια περιστατικά και στοχεύει στο να ενισχύσει το πως να είναι ένα σχολείο δημοκρατικό, να προωθεί τις αξίες της συμμετοχικότητας και της μη διάκρισης» είπε χαρακτηριστικά.
Στις σύγχρονες προσεγγίσεις της ριζοσπαστικοποίησης στην εκπαίδευση αναφέρθηκε η Δρ. Βασιλική Αρτινοπούλου, καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, επισημαίνοντας αρχικά ότι η έννοια της ριζοσπαστικοποίησης βρίθει παρερμηνειών με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το να ορίζεται ως ριζοσπαστικοποίηση μία προβλέψιμη κακή συμπεριφορά. Ωστόσο, διευκρίνισε, υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα. «Ριζοσπαστικοποίηση είναι ένα φαινόμενο που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη βία ως ένα νόμιμο μέσο για να πετύχουν τους πολιτικούς τους στόχους, οι οποίοι υπονομεύουν τη δημοκρατική νομική τάξη και τα θεμελιώδη δικαιώματα πάνω στα οποία βασίζεται αυτή η δημοκρατία» εξήγησε. Συμπλήρωσε πάντως, ότι η ριζοσπαστικοποίηση παραμένει ένας αρκετά προβληματικός όρος διότι το πως θα την ορίσουμε εξαρτάται από τρία περιβάλλοντα: της πολιτικής, της ασφάλειας και το πλαίσιο της ενσωμάτωσης. Η ίδια υπογράμμισε επίσης την ανάγκη οι μεγαλύτεροι να κάνουν ένα βήμα πίσω και να δουν τους νέους ανθρώπους ως φορείς καινούργιων απόψεων και ιδεών.
Στη διάκριση της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης από τη ριζοσπαστικοποίηση προχώρησε η Νάγια Μποέμη, συντονίστρια εκπαιδευτικού έργου Θεατρικής Αγωγής. «Τα τελευταία χρόνια η χρήση της έννοιας της ριζοσπαστικοποίησης ως διαδικασίας διαμόρφωσης πολιτικών ταυτοτήτων γίνεται όλο και πιο ευρεία αλλά και διφορούμενη, αφού στην Ευρώπη τουλάχιστον αποστασιοποιείται από την κλασσική εννοιολόγηση του ριζοσπαστισμού, της ιδεολογίας που λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις πάντοτε υπέρ της κοινωνικής διερεύνησης των δικαιωμάτων. Αντίθετα ο ριζοσπαστισμός τα τελευταία χρόνια ανάγεται πρωτίστως σε κάτι που πρέπει να προληφθεί ή και να καταπολεμηθεί, ταυτιζόμενος με τον τυφλό φανατισμό, τον εξτρεμισμό, συχνά τη βία και την τρομοκρατία» υποστήριξε η κ. Μποέμη. Αναφερόμενη στο ρόλο του σχολείου για την πρόληψη του φαινομένου της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης ανέδειξε μεθόδους που αφορούν στην κριτική παιδαγωγική θεωρία και στο κοινωνικό θέατρο – όπως το Θέατρο του Καταπιεσμένου. Όπως επισήμανε, το πρώτο βοηθά στη συνειδητοποίηση της ιστορικο-κοινωνικής πραγματικότητας και το δεύτερο στην καλλιέργεια της ομαδικότητας και της συλλογικής δράσης.
Με τη σειρά της η Stacey Robinson, ψυχολόγος και διαχειρίστρια ευρωπαϊκών έργων από το MEH, παρουσίασε τις συστάσεις χάραξης πολιτικής που απορρέουν από το έργο. «Σύμφωνα με το feedback που έχουμε λάβει, οι μαθητές-ριες και όλη η εκπαιδευτική κοινότητα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μιλούν ανοιχτά μεταξύ τους, έτσι ώστε όλα τα στερεότυπα που προκύπτουν μέσα στη σχολική αίθουσα να συζητούνται. Ανάλογη συζήτηση θα πρέπει να γίνεται και για τον τρόπο που αυτά τα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται» πρόσθεσε.
Ο Sebastian Schwäbe, διαχειριστής του έργου από το BLINC Germany, εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο συνδέθηκε το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας με τους μαθητές-ριες μέσα στην σχολική αίθουσα. Ειδικότερα είπε πως, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν αρκετοί περιορισμοί λόγω της πανδημίας, οι μαθητές-ριες σε ένα από τα συνεργαζόμενα με το πρόγραμμα σχολεία κατάφεραν να δημιουργήσουν το δικό τους podcastπροκειμένου να αναπτύξουν τις ικανότητες τους και να αποτυπώσουν με βιωματικό τρόπο όλα όσα έμαθαν. Στην καινοτόμα εκπαίδευση αναφέρθηκαν επίσης, η διαχειρίστρια έργου από το Villa Montesca Italy, ValeriaPuletti, η διαχειρίστρια έργου από το Compass4you Austria, Silvia Desheva και ο Alberto Biondo, συντονιστής του ευρωπαϊκού τμήματος της CSC.
Λίγα λόγια για το έργο
Το έργο PRACTICE στοχεύει στην ανάπτυξη ενός προγράμματος συνεχιζόμενης επαγγελματικής εξέλιξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τους εκπαιδευτικούς με επίκεντρο την προώθηση των κοινωνικών, πολιτικών και διαπολιτισμικών ικανοτήτων και της κριτικής σκέψης των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υλοποιείται από επτά (7) εταιρικούς οργανισμούς σε έξι (6) χώρες της Ε.Ε. (Ιταλία, Αυστρία, Δανία, Ελλάδα, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο) και σαράντα (40) σχολεία σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο 210 3637547 , στην ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected] ή στο Facebook.