Η βαθιά αλληλεξάρτηση μεταξύ της ποιοτικής εκπαίδευσης και της μείωσης των ανισοτήτων και η ανάγκη διαρκούς αναπροσαρμογής του εκπαιδευτικού συστήματος προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις, όπως η πανδημία και οι αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές, είναι μερικά από τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια υλοποίησης του ευρωπαϊκού έργου InterCap.
Στο πλαίσιο του έργου, το οποίο υλοποιεί στην Ελλάδα το ΚΜΟΠ, πραγματοποιήθηκε έρευνα με στόχο να καταγραφούν οι καλές πρακτικές που εφαρμόζονται στο ελληνικό περιβάλλον μέσα από πρωτοβουλίες δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, ΜΚΟ και ιδιωτών, σχετικά με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης και πιο συγκεκριμένα σχετικά με τον στόχο για πιο ποιοτική εκπαίδευση (SDG4) και τον στόχο για μείωση των ανισοτήτων (SDG10).
Παρουσιάζοντας, σε χθεσινή διαδικτυακή εκδήλωση, τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την έρευνα και από τη συνεργασία που υπήρξε μεταξύ των διαφόρων φορέων, ο Αντώνης Κλάψης, Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, επεσήμανε την ανάγκη για διαρκή αναπροσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και του τρόπου με τον οποίο οι μαθητές και οι μαθήτριες αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους έτσι ώστε να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Όπως τόνισε, ειδικά στην περίοδο που κορωνοϊού, που σχολεία και πανεπιστήμια είναι κλειστά, η προσαρμογή της εκπαίδευσης στα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας καθίσταται ακόμη πιο σημαντική. Εξίσου σημαντική είναι και η προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στη νέα πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει η αύξηση του αριθμού των παιδιών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία και τα οποία έχουν μεταναστευτικό ή προσφυγικό προφίλ.
Ο κ. Κλάψης μίλησε επίσης για την ανάγκη ουσιαστικότερης διασύνδεσης του σχολείου και της εκπαιδευτικής κοινότητας με τον ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο, αλλά και για τη σημασία της ενσωμάτωσης καινοτόμων ιδεών και πρακτικών στην εκπαιδευτική εμπειρία, υπογραμμίζοντας πως το σημαντικότερο στοιχείο εν τέλει είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης.
Όσον αφορά στον στόχο της μείωσης των ανισοτήτων, ένα από τα βασικά προβλήματα που ανέδειξε η έρευνα του InterCap είναι η ανισοκατανομή του εισοδήματος, η οποία επηρεάζει όλες τις πτυχές της κοινωνικής δραστηριότητας όπως και την πρόσβαση των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων σε ποιοτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης. Εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι και οι ανισότητες που προκύπτουν με βάση το φύλο και οι οποίες έχουν να κάνουν με την πρόσβαση στην εκπαίδευση, τις επαγγελματικές ευκαιρίες, την απόκτηση εισοδήματος κ.ά. Κοινή συνισταμένη των συζητήσεων που έγιναν ήταν ότι η πανδημία του κορωνοϊού επιδείνωσε περαιτέρω τις ανισότητες, όπως φαίνεται και από την αύξηση της ανεργίας η οποία δεν είναι ισομερώς κατανεμημένη.
Την ανάγκη αποδοχής της πολυπολιτισμικότητας και συμπερίληψης όλων των παιδιών στην εκπαίδευση, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου ή θρησκείας, επεσήμανε από την πλευρά του ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Λουκατάρης, ιδρυτής και υπεύθυνος λειτουργίας του κέντρου προστασίας ανηλίκων «Φάρος του Κόσμου». Ο Αρχιμανδρίτης αναφέρθηκε στο σημαντικό έργο που υλοποιεί τα τελευταία 17 χρόνια στον Δενδροπόταμο ο «Φάρος του Κόσμου», με επίκεντρο τις εκπαιδευτικές του δράσεις που απευθύνονται σε παιδιά τσιγάννων και προσφυγόπουλα. Αιχμή του δόρατος σε αυτή την προσπάθεια είναι η εκπαιδευτική ρομποτική, ως μια μέθοδος που συνδυάζει παιχνίδι και μάθηση και δίνει την ευκαιρία στα παιδιά αυτά να εκπροσώπουν την Ελλάδα σε διαγωνισμούς στο εξωτερικό. Αναφερόμενος στις ανισότητες που υπάρχουν στην εκπαίδευση με βάση το φύλο, ο Αρχιμανδρίτης μίλησε και για τα σεμινάρια βιωματικής γυναικολογίας που έγιναν σε μικρές τσιγγάνες του Δενδροποτάμου, με στόχο την ενδυνάμωσή τους ώστε να ξεφύγουν από τη «μοίρα» του πρόωρου γάμου, να σπουδάσουν και να διεκδικήσουν ίσες ευκαιρίες.
Ο Γεώργιος Κωστάκος, εκτελεστικός διευθυντής του Foundation for Global Governance and Sustainability (FOGGS) και συνδιευθυντής του Ελληνικού Φόρουμ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΛΦΟΒΑ), υπογράμμισε από την πλευρά του πως βασικός στόχος της εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι η διάπλαση ανθρώπων με γνώσεις και χαρακτήρα, που θα μπορούν να αντεπεξέθουν στις δυσκολίες, να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή και να είναι ευτυχισμένοι.
Αυτός είναι και ο στόχος της πρωτοβουλίας για την εκπαίδευση COVIDEA (COVID Education Alliance), η οποία ξεκίνησε να υλοποιείται εν μέσω της πανδημίας προκειμένου να βοηθήσει τα εκπαιδευτικά συστήματα να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Φέρνοντας σε επαφή ειδικούς από τον χώρο της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας και της βιώσιμης ανάπτυξης, θα δημιουργηθεί μια διαδικτυακή πλατφόρμα στην οποία θα είναι διαθέσιμα ψηφιακά εκπαιδευτικά και τεχνολογικά εργαλεία, καθώς και προγράμματα σπουδών, τα οποία θα βοηθούν τα εκπαιδευτικά συστήματα να προσαρμοστούν στις νέες προκλήσεις που έχει επιφέρει η πανδημία.
Στη διαδικτυακή συζήτηση του InterCap το «παρών» έδωσε και το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, το οποίο εφαρμόζει και υλοποιεί, ήδη από την ίδρυσή του το 1910, τους 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης που έχει θέσει ο ΟΗΕ για έναν καλύτερο κόσμο μέχρι το 2030. Όπως τόνισε η Κατερίνα Κοτσίνα, υπεύθυνη υποστήριξης προσκοπικού προγράμματος και SDGs coordinator, οι πρόσκοποι έχουν υλοποιήσει ένα δισεκατομμύριο ώρες εθελοντικής προσφοράς για τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης και περίπου 50 εκατομμύρια δράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κ. Κοτσίνα αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο ποιοτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης που εφαρμόζεται από το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων και βασίζεται στη βιωματική εκπαίδευση. Το πρόγραμμα αυτό είναι στοχευμένο στις ανάγκες της κάθε ηλικιακής ομάδας και έχει στόχο να δημιουργήσει τους αυριανούς ενεργούς πολίτες και ηγέτες που, όπως είπε, θα φροντίσουν να έχουμε έναν καλύτερο κόσμο.
Σχετικά με το έργο
Το έργο «InterCap – Αναπτύσσουμε τις ικανότητές μας μαζί: Δημιουργία ευρωπαϊκών Δικτύων Πανεπιστημίων και Κοινωνίας των Πολιτών για την προώθηση της Παγκόσμιας Εκπαίδευσης σε θέματα μετανάστευσης, ασφάλειας και αειφόρου ανάπτυξης σε ένα αλληλοεξαρτώμενο κόσμο» χρηματοδοτείται από το ταμείο EuropeAid της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υλοποιείται στην Ελλάδα από το ΚΜΟΠ. Το InterCap επιδιώκει να διερευνήσει και να ενισχύσει τη σύνδεση μεταξύ της παροχής ποιοτικής εκπαίδευσης και της διαμόρφωσης ορθών αντιλήψεων για τη μετανάστευση και την ανάπτυξη, αξιοποιώντας τεκμηριωμένες πρακτικές, προωθώντας καλές πρακτικές και δημιουργώντας συνέργειες ανάμεσα σε εμπλεκόμενους φορείς. Προτεραιότητά του αποτελεί η σύσταση δικτύων ανάμεσα σε πανεπιστήμια και οργανισμούς από την κοινωνία των πολιτών, η ανάπτυξη των ικανοτήτων των εκπαιδευτικών φορέων και η προώθηση της παγκόσμιας εκπαίδευσης με έμφαση σε θέματα μετανάστευσης, ασφάλειας και αειφόρου ανάπτυξης.